- αφειδώ
- ἀφειδῶ (-έω) (Α) [αφειδής]1. είμαι αφειδής, παρέχω κάτι χωρίς φειδώ2. αψηφώ, περιφρονώ (κινδύνους, πόνο κ.λπ.)3. (η μτχ. αορ. απολύτως) ἀφειδήσαντεςπαράτολμα, ριψοκίνδυνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφειδῶ — ἀφειδέω to be unsparing pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀφειδέω to be unsparing pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)